αρτισύστατος

αρτισύστατος
η , ο [ος , ον ] только что созданный или учреждённый, новый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρτισύστατος" в других словарях:

  • αρτισύστατος — η, ο (AM ἀρτισύστατος, ον) αυτός που συστάθηκε ή ιδρύθηκε πριν από λίγο …   Dictionary of Greek

  • αρτισύστατος — η, ο αυτός που έγινε, συστάθηκε πρόσφατα: Το εκπαιδευτήριό τους είναι αρτισύστατο, γι αυτό έχει μερικές ελλείψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»